πνεύμονος

πνεύμονος
πνεύμων
the lungs
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Флавий Аркадий — Аркадий греч. Ἀρκάδιος лат. Flavius Arcadius …   Википедия

  • плюча — ПЛЮЧ|А (1*), Ѣ (А) с. Легкое: и въшедъ на брань и ѹстрѣленъ посредѣ препоны и плючь (τοῦ πνεύμονος) ГА XIV1, 115б. Ср. ключа …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επισχετικός — ή, ό (Α ἐπισχετικός, ή, όν) [επίσχεση] αυτός που προκαλεί ανάσχεση, επίσχεση, που παρεμποδίζει, συκρατεί (α. «επισχετικά φάρμακα» β. «ἔτι τε τῶν ἐκ θώρακος καὶ πνεύμονος ἀναβηττομένων ἐπισχετικόν», Γαλ.) αρχ. εμφρακτικός, που προκαλεί έμφραξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”